- Ίσθμια
- ταπανελλήνια γιορτή με αγώνες που γίνονταν στον Ισθμό της Κορίνθου την αρχαία εποχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰσθμία — Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc/acc dual Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμία — ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc/acc dual ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… … Dictionary of Greek
Ισθμία — Sp Istmijà Ap Ισθμία/Isthmia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἴσθμι' — ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμι' — Ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl Ἴσθμια , Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιαι , Ἴσθμιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίας — Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem acc pl Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίας — ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem acc pl ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)